Παίκτης προπόνησης ή παίκτης αγώνα;
Μια από τις πιο συνηθισμένες ερωτήσεις που απασχολούν τους προπονητές είναι το γιατί κάποιοι παίκτες εμφανίζονται τόσο καλοί στις προπονήσεις, ενώ στους αγώνες σχεδόν εξαφανίζονται. Αντίθετα, κάποιοι ενώ είναι μέτριοι στην προπόνηση, στους αγώνες μεταμορφώνονται προς το καλύτερο. Πώς μπορεί ένας προπονητής να επιλέξει, κατά τη διάρκεια της προπόνησης, ποιοι είναι οι καλύτεροι για τον αγώνα;
Η απάντηση είναι μια από τις προκλήσεις της προπονητικής και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να βοηθήσουν.
Συνήθως οι παίκτες που είναι πολύ καλοί στην προπόνηση, σε αντίθεση με τον αγώνα, αντιμετωπίζουν ένα από τα δύο ή και τα δύο παρακάτω θέματα.
Το πρώτο είναι το ταλέντο. Προσπαθώντας ο προπονητής να κάνει τις προπονήσεις πιο ανταγωνιστικές, πιθανότατα ταιριάζει τα μαρκαρίσματα έτσι ώστε οι παίκτες και να είναι ανταγωνιστικοί και να καταφέρνουν κάποια πράγματα. Στον αγώνα όμως δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια. Ο παίκτης μπορεί απλά να αντιμετωπίζει κάποιον καλύτερό του.
Το δεύτερο και πιθανότερο πρόβλημα είναι η αυτοπεποίθηση. Η προπόνηση είναι μια οικεία ατμόσφαιρα στην οποία ο παίκτης αντιμετωπίζει περισσότερες γνωστές από άγνωστες καταστάσεις. Αυτή η οικειότητα τροφοδοτεί την αυτοπεποίθηση και την καλύτερη απόδοση. Στους αγώνες, όπου όλες οι καταστάσεις είναι διαφορετικές και ο αντίπαλος άγνωστος, η έλλειψη αυτοπεποίθησης και η αμφιβολία κάνουν την εμφάνισή τους. Επίσης, η απόδοση έχει τη τάση να χειροτερεύει. Ο παίκτης νιώθει εκτός κλίματος και μπερδεμένος. Ο προπονητής πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στο χειρισμό αυτών των καταστάσεων. Αν ο παίκτης πιστέψει ότι δεν μπορεί να το κάνει, θα παγώνει και δεν θα καταφέρει ποτέ να αποδώσει.
Όσον αφορά στη δεύτερη περίπτωση, του παίκτη που είναι μέτριος στην προπόνηση αλλά αποδίδει πολύ καλά στους αγώνες, πάλι αντιμετωπίζουμε δυο θέματα.
Το πρώτο είναι ότι ίσως «βαριούνται» κατά τη διάρκεια της προπόνησης. Ο προπονητής πρέπει να βρει τον τρόπο να κρατά συγκεντρωμένο αυτόν τον παίκτη και να του διδάξει την αξία της προπόνησης, ακόμα και όταν νιώθει ότι δεν υπάρχουν τα κίνητρα.
Το δεύτερο θέμα είναι πιο απλό. Οι παίκτες τείνουν να παίζουν καλύτερα με καλύτερους συμπαίκτες. Στην προπόνηση συμμετέχουν όλοι. Αντίθετα, στον αγώνα θεωρητικά συμμετέχουν περισσότερο οι καλύτεροι της ομάδας. Είναι πιθανό το παιχνίδι ενός παίκτη να εξαρτάται από τη βοήθεια που παίρνει από τους συμπαίκτες του. Όταν αυτός δέχεται τις πάσες στο σωστό χρόνο και στο σωστό σημείο ή όταν η
αντίπαλη άμυνα είναι απασχολημένη με πολλαπλές απειλές, το παιχνίδι του βελτιώνεται.
Ο προπονητής στην προσπάθειά του να λύσει το γρίφο της επιλογής των κατάλληλων παικτών για κάθε αγώνα χρειάζεται να δουλέψει πολύ σε θέματα ψυχολογίας, ξεχωριστά για κάθε παίκτη. Επίσης πρέπει να προσπαθεί να αντιληφθεί τη χημεία που δημιουργείται μεταξύ διαφορετικών παικτών και να τους χρησιμοποιεί περισσότερο μαζί. Τέλος, συνεχής επιδίωξη είναι ένα μεγάλο κομμάτι των προπονήσεων να προσομοιάζει τον αγώνα, σε ένταση, χρονική διάρκεια και δημιουργία ειδικών αγωνιστικών καταστάσεων.
Ποια είναι η άποψή σας; Έχετε άλλες ιδέες που μπορούν να βοηθήσουν παίκτες και προπονητή;
πηγη http://summerbasketballacademy.blogspot.gr/