Μήπως το Τρίποντο Σκοτώνει το Σύγχρονο Μπάσκετ;
Πρωτοάκουσα την ατάκα από τον Στιβ Γιατζόγλου (φυσικά). Κι έκτοτε την ακούω, όπως κι εσείς, να επαναλαμβάνεται ως ένα από τα πλέον χρησιμοποιημένα κλισέ μπασκετικής περιγραφής κι ανάλυσης. «Το τρίποντο είναι η ευχή και η κατάρα του μπάσκετ». Είναι ασφαλώς το καρύκευμα στο οποίο οφείλονται μερικές αξέχαστες στιγμές μπασκετικής ηδονής (θυμίζει μερικές παρακάτω ο Νίκος Παπαδογιαννης), ένα στοιχείο που έχτισε το μύθο παικτών που δεν ήταν δα και μεγαθήρια (σκεφτείτε σε πόσες κουβέντες με γλυκιά νοσταλγία θυμόμαστε ονόματα όπως Ιγκόρ Κουντέλιν ή Άιβαρ Κούουσμα), το καλύτερο τρικ με το οποίο επιβίωναν οι μεγάλοι σουτέρ ως μοναχικοί ταχυδακτυλουργοί.
Πια όμως σουτάρουν όλοι. Και πολύ. Αρχικά στην Ευρώπη (σταδιακά από όταν η αλλαγή του χρόνου επίθεσης στα 24’’ άλλαξε τον τρόπο παιχνιδιού) και πλέον και στην Αμερική, το μερίδιο των τρίποντων προσπαθειών στην πίτα των σουτ εντός παιδιάς έχει αυξηθεί ραγδαία. Το άλλοτε ταμπού των ισόποσων προσπαθειών σε ένα ματς μέσα κι έξω από τα 6.75/7.25 μέτρα, έχει ισοπεδωθεί. Κι αν στην Ευρώπη, για πολύ διαφορετικούς λόγους από τους σημερινούς φυσικά, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν ειδικά από ομάδες κι αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα του πρώην ανατολικού μπλοκ ή γραφικές καρτ ποστάλ σαν την Μπενφίκα του Κάρλος Λισμπόα στα 90s, στο ΝΒΑ είναι κάτι καινούριο. Μιλάμε για την ίδια λίγκα που αναγκάστηκε τη σεζόν 1979-80 να υιοθετήσει το τρίποντο ως δημοφιλή πατέντα του ΑΒΑ και το 1994 έφερε το τρίποντο πιο κοντά γιατί οι ομάδες δεν σκόραραν πολύ από κει (ευτυχώς μόνο για δύο σεζόν). Κι όμως βραδιές όπως στους Τελικούς Περιφέρειας της προηγούμενης εβδομάδας που οι Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς σούταραν 46 τρίποντα (έναντι 41 διπόντων) σε ένα ματς απέναντι στους Ρόκετς, δεν είναι εξαιρέσεις-πυροτεχνήματα, αλλά σχεδόν συνηθισμένες παραστάσεις. Δεν αναφέρω τυχαία τους Γουόριορς, την ομάδα με το καλύτερο ρεκόρ στην κανονική περίοδο φέτος και πιθανή πρωταθλήτρια σε λίγες μέρες. Τόσο στην Αμερική, όσο και στην Ευρώπη όπως το ξέρουμε πολύ καλά από τους «αιώνιους», αυτοί που σουτάρουν πολύ (και καλά) κερδίζουν. Το εξηγεί με λεπτομερή παραδείγματα παρακάτω ο Δημήτρης “Hoopfellas” Κατσιώνης.
Υπάρχουν όμως και οι μπασκετικοί λουδίτες που στέκονται λίγο επιφυλακτικοί στην τελειοποίηση της τρίποντης τεχνολογίας. Κι εκφράζουν ερωτήματα. Μήπως, ο ολοένα και πιο αυξημένος ρόλος του τριπόντου στο παιχνίδι δικαιώνει το «ταμπούρι» που επιλέγουν πολλοί προπονητές (μαέστροι οι δικοί μας σε αυτό) εκμεταλλευόμενοι τα φοβερά αθλητικά προσόντα που έχουν πια οι παίκτες; Θα διαβάσετε τον Στέφανο Τριαντάφυλλο να επιχειρηματολογεί για τις ομάδες που δε σουτάρουν πολλά τρίποντα επειδή το θέλουν, αλλά γιατί αναγκάζονται από τις άμυνες. Είναι καλό που αλλάζουν οι απαιτήσεις των θέσεων; Π.χ. επιθετικά, τα τεσσάρια πια πρώτα πρέπει να σουτάρουν ικανοποιητικά και μετά να αναπτύσσουν «χίλιες και μια κινήσεις» με πλάτη στο καλάθι. Μήπως εκλείπουν κάποια στοιχεία που δεν προτιμούνται πια στην στελέχωση των ομάδων; Ας πούμε το σουτ μέσης απόστασης μετά από ντρίμπλα του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους. Και τέλος, μήπως το τρίποντο –το απόλυτο στοιχείο που χαρίζειι σασπένς στο μπάσκετ- λειτουργεί και ως μπούμερανγκ; Μήπως, στη λαϊκή αντίληψη που δεν ενδιαφέρεται για τεχνικές υπεραναλύσεις, το μπάσκετ απομειώνεται σε «ένα μονότονο άθλημα που στο τέλος κερδίζει όποιος βάζει περισσότερα τρίποντα»;
Θέσαμε τα ερωτήματα στους ειδικούς. Δημήτρης “Hoopfellas” Κατσιώνης, Στέφανος Τριαντάφυλλος και Νίκος Παπαδογιάννης είναι αρκούντως καθησυχαστικοί…
To Three Or Not..?
του Δημήτρη “Hoopfellas” Κατσιώνη
Το τρίποντο στο μπάσκετ. Ένα «εργαλείο» το οποίο είναι συνυφασμένο με την εξελικτική πορεία του αθλήματος μέσα στο πέρασμα των χρόνων, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η χρησιμότητά του αμφισβητήθηκε έντονα, ειδικά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του σχετικού κανονισμού, ενώ ακόμα και σήμερα, σε μια εξελιγμένη μπασκετική κοινωνία, υπάρχουν (και σε πολλές των περιπτώσεων, ευημερούν) τριποντο-φοβικοί προπονητές. Άνθρωποι που στον (μπασκετικό) Μεσαίωνα των 60s, πιθανόν θα έχριζαν ως αιρετικό και «σατανικό μάγο» το νέο «πρόσωπο του οργανισμού του ΝΒΑ», Στέφεν Κάρι, καίγοντάς τον στην πυρά σαν τη Ζαν Ντ’ Αρκ.
(Ένας τέτοιος τριποντο-φοβικός προπονητής είναι ο μεγάλος Λάρι Μπράουν, ο οποίος αρχές των 00s –στο Ντιτρόιτ- παρέλαβε στα χέρια του το «τέλειο υβρίδιο Ρέτζι Μίλερ», Ρίτσαρντ Χάμιλτον, στρέφοντας το τιμόνι του επιθετικού παιχνιδιού του νεαρού τότε off-guard μακριά από την γραμμή του τριπόντου και με εμφανή κατεύθυνση προς τη νοητή ακτίνα από τα 6 μέτρα και μέσα. Ο Χάμιλτον εξελίχθηκε σε έναν τρομερά efficient σκόρερ και το παιχνίδι μακριά από την μπάλα στην ακτίνα αυτή είναι ότι πιο αποτελεσματικό έχει δει η λίγκα στη σύγχρονη εποχή. Πόσο λάτρευα εκείνες τις 25PT-8/1O 2PT και τα ρέστα βολές- χωρίς κανένα σουτ τριών πόντων- βραδιές του Rip..)
μικρή γεύση από Rip Hamilton
Οι ομάδες πλέον σουτάρουν περισσότερο, κάνοντας μια στροφή στα βασικά του αθλήματος, για να αντισταθούν στο κύμα παγκοσμιοποίησης της αθλητικότητας που απειλεί να σκεπάσει τις βασικές αρχές του μπάσκετ. Όσο το αθλητικό επίπεδο ανεβαίνει και οι αμυντικές τεχνικές (με καλύτερη πρώτη ύλη πλέον) τελειοποιούνται, οι «γκουρού» των επιθέσεων απάντησαν με πυρηνικά, ανοίγοντας κιτάπια με κιτρινισμένα από τον καιρό φύλλα. Drive & kick schemes και fast paced-motion επιθέσεις που παράγουν εξ ορισμού πολλά τρίποντα. Ειδικά στην αμερικανική λίγκα, σήμερα παρακολουθούμε πολύ πιο fundamental επιθέσεις απ’ ότι 10-12 χρόνια πριν, όπου κυριαρχούσαν «αστέρια» που σταματούσαν την κυκλοφορία της μπάλας για να βρούν το δικό τους σουτ από μέση απόσταση μέσα από προσωπική φάση. Αυτές οι επιθέσεις πέθαναν πλέον.
Το τρίποντο είναι το νέο trend στο μπάσκετ της σύγχρονης εποχής σε παγκόσμια κλίμακα και η εξήγηση είναι πολύ απλή. Έχει να κάνει με αυτό που ορίζουμε ως «εξέλιξη». Η είσοδος των Αnalytics (editor’s note: των αναβαθμισμένων, επεξεργασμένων στατιστικών δεύτερης ανάγνωσης που σκάβουν πολύ βαθύτερα από τις κάρτες που βλέπουμε κατά τη διάρκεια των παιχνιδιών) στο άθλημα την τελευταία δεκαπενταετία έχει αλλάξει άρδην τον τρόπο που οι ομάδες στελεχώνονται και λειτουργούν στο παρκέ. Είναι φυσιολογικό, από τη στιγμή που οι ομάδες «καθοδηγούνται» από experts της στατιστικής οι οποίοι γνωρίζουν άριστα πως θα κάνουν το παιχνίδι τους πιο αποτελεσματικό. Κι ένα τρίποντο (με την παράμετρο του +1 πόντου να μπαίνει στη συνάρτηση) είναι μακράν πιο efficient από ένα μακρινό δίποντο.
Τα πάντα βέβαια έχουν να κάνουν με το κομμάτι του ρυθμού. Οι Illuminati του μπάσκετ έχουν αποφασίσει ότι η ταχύτητα του αθλήματος πρέπει να ανέβει. Περισσότερο θέαμα, μεγαλύτερο κέρδος. Το τρίποντο ωφελήθηκε στο έπακρο από αυτήν την κατεύθυνση καθώς αποτελεί σήμα-κατατεθέν για ομάδες που παίζουν σε γρήγορο τέμπο. Σε μια εποχή όπου οι άμυνες με την αθλητική τους ικανότητα μπορούν να μειώσουν τον χώρο δράσης μια επίθεσης, η διατήρηση λεπτομερειακού spacing είναι το παν. Επηρεάζει τις κατοχές και την ισορροπία του αμυντικού transition. Οι ομάδες που θέλουν να κλείσουν το γήπεδο επιτίθενται με βάση το ποστ καθώς ένα σουτ μέσα από τη ρακέτα εξασφαλίζει ετοιμότητα στα γκαρντ που μένουν ψηλά ώστε να ελέγξουν την μπάλα και αμυντική ισορροπία σε αντίθεση με την αβεβαιότητα της κατάστασης που μπορεί να βρει τα μετόπισθεν η ξαφνική μετατροπή επίθεσης σε άμυνα μετά από ένα τρίποντο. Και για να επιστρέψουμε στα Analytics, θα πρέπει να τονιστεί πόσο ισχυρός είναι ο συσχετισμός μεταξύ: 1) των προσπαθειών από το τρίποντο και του scoring efficiency και 2) του αριθμού των short corner 3s (τα κοντινότερα τρίποντα από τις γωνίες) και των πόντων ανά κατοχή στο παιχνίδι μιας ομάδας. Η επιστήμη του shot selection (της επιλογής των σουτ πάνω στην οποία, δικαιολογημένα, γίνεται μεγάλο κομμάτι της επιθετικής αξιολόγησης) μας οδηγεί σε ένα άθλημα που θα κυριαρχεί το τρίποντο και το κάρφωμα. Μήπως βαδίζουμε σε ένα μπάσκετ βγαλμένο από την εποχή των video games (τρίποντο+κάρφωμα αυστηρά); Ή μάλλον, μήπως γινόμαστε μάρτυρες του θανάτου του midrange παιχνιδιού (σημαία των παλαιών χρόνων);
Επειδή λοιπόν το μπάσκετ (όπως και η …ιατρική) είναι ενιαίο, ας ρίξουμε μια ματιά στο πως έχουν αποκωδικοποιήσει οι κορυφαίες λίγκες την κατεύθυνση που παίρνει το άθλημα. Στην Ευρώπη των “pace & space” επιθέσεων και του αρκετού small-ball (των χαμηλών σχημάτων δηλαδή που σε αντίθεση με την Αμερική, είναι η συνθήκη πλέον για να αμυνθείς καλύτερα) όπου οι άλλοτε 3 θέσεις της front court έχουν γίνει 1.5, οι δύο καλύτερες ομάδες της Ευρωλίγκας φέτος, Ρεάλ Μαδρίτης και ΤΣΣΚΑ Μόσχας ήταν και οι πιο εύστοχες ομάδες της διοργάνωσης πίσω από τη γραμμή του τριπόντου. Συνολικά στη σεζόν, ο Ολυμπιακός (που μπήκε σφήνα ανάμεσά τους στο F4) τις συμπληρώσε στην κορυφή του πίνακα. Αντίθετα, οι δύο ελληνικές ομάδες ήταν αυτές με το λιγότερο midrange παιχνίδι από όλες τις υπόλοιπες στη διοργάνωση, στήνοντας επιθέσεις που βασίζονται σημαντικά στο τρίποντο. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι δύο ομάδες που πήραν Δύση και Ανατολή στην κανονική περίοδο, οδηγούν τη σχετική κατηγορία (Γουόριορς (39.8%) και Χοκς (38%)). Το 2014 οι πρωταθλητές Σπερς ήταν στη κορυφή (39.7%) και το 2013 το Μαϊάμι (39.6%) που πήρε τότε τον τίτλο στη 2η θέση. Οι 3&D παίκτες (καλοί αμυντικοί και σπουδαίοι σουτέρ τύπου Μπατίερ, Μπόουεν λίγο παλιότερα και Ντάνι Γκριν τώρα) κάνουν θραύση και πληρώνονται πολύ καλά για να διατηρήσουν (βάζοντας πίεση με το τρίποντο στις άμυνες) το σανίδι «καθαρό» για σούπερ σταρ τύπου Λεμπρόν Τζέιμς ή Ράσελ Ουέστμπρουκ.
Το κοινό βέβαια γουστάρει το τρίποντο. Βλέπετε ότι σε αυτά τα σουτ οι οπαδοί περιμένουν την κατάληξη στα δάχτυλα των ποδιών, ενώ οι αντίπαλοι κλείνουν τα μάτια. Συν τοις άλλοις το τρίποντο προσθέτει στο άθλημα τον παράγοντα του «αβέβαιου». Τα comebacks. Πως μπορείς να γυρίσεις μια διψήφια διαφορά σε μικρό χρονικό διάστημα μόνο με δίποντα; Πόσα late heroics έχει καταγράψει η βίβλος του αθλήματος με άξονα την «ευλογία» του τριπόντου; Ο Διαμαντίδης απλά θα ισοφάριζε τη Γαλλία στον ημιτελικό του 2005 και οι Χιτ δε θα είχαν κατακτήσει το πρωτάθλημα του 2013 χωρίς αυτό. Πέραν αυτού, το τρίποντο είναι δημοκρατικό. Έδωσε την ευκαιρία στους – λιγότερο προικισμένους φυσικά – αθλητές να παίξουν σημαντικό ρόλο στο παιχνίδι. Σαφέστατα λοιπόν και πρέπει να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού και συνοδοιπόρο στην εξέλιξή του. Το θέμα είναι η «διαχείριση» στο εκάστοτε σύνολο από τον προπονητή. Οι ομάδες που βασίζονται αποκλειστικά σε αυτό έχουν πολλά ups & downs γιατί απλούστατα το τρίποντο είναι ένα σουτ που έχει χαμηλά ποσοστά. Σε καμία περίπτωση λοιπόν η νέα νόρμα που τείνει να επιβληθεί στον μπασκετικό πλανήτη δεν οδηγεί σε μπάσκετ πρώην ανατολικού μπλοκ, αλλά επιτάσσει λεπτομερειακό execution από τη στιγμή που η μπάλα περνάει στο δεύτερο μισό του γηπέδου μέχρι τη στιγμή που θα φύγει από τα χέρια του σουτέρ. Εκτέλεση, στην οποία περιλαμβάνονται screeners, slashers, post players, playmakers για να βγεί η «καλή ματιά» στο καλάθι. Το μπάσκετ είναι συνέχεια και από τη «βιομηχανία του τριπόντου» πληρώνονται πολλοί, όχι απαραίτητα αυτοί που σουτάρουν.
Εν κατακλείδι, όπως έχω αποφανθεί και στο Hoopfellas το σύγχρονο μπάσκετ, ειδικά στην Ευρώπη, είναι «πόδια και playmaking». Το τρίποντο είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος αλλά όχι ακόμα ο δείκτης που επηρεάζει το άθλημα σε βαθμό που να σκεφτόμαστε να αλλάξουμε άμεσα το πλαίσιο π.χ. με μετακίνηση της γραμμής. Το μπάσκετ είναι τόσο πολύπλοκο, κι απλό παράλληλα, που υπάρχει η απάντηση για τα πάντα, παραμένοντας όμως τη ίδια στιγμή σε μια διαδικασία διαρκής αναζήτησης. Αν κάποια στιγμή το τρίποντο αρχίζει και κερδίζει το ίδιο το …μπάσκετ, οι άμυνες θα προσαρμοστούν ανεβάζοντας τη γραμμή πίεσης ψηλά στη περίμετρο. Τότε οι post παίκτες θα ξαναβγούν στον αφρό. Ναι λοιπόν στο τρίποντο. Για όλους εμάς που μεγαλώσαμε με την εικόνα του fundamental ξεμαρκαρίσματος του Μπάνε και του Ντανίλοβιτς, αυτή η όλη διαδικασία των λίγων δευτερολέπτων μέχρι και την κορύφωση της εκτέλεσης, είναι ποίηση…
Αν το επιθυμείτε πατήστε LIKE στην επίσημη σελίδα του Coachbasketball.gr στα social media και στηρίξτε την προσπάθεια μας H ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ...!!!